dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
ο ένας στον άλλον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untereinander
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ο ένας στον άλλον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einander
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ο ένας στον άλλον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegenseitig
Ⓦ
Ⓖ
…